- ανδρόσακες
- (androsaces). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών, με περίπου 90 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και ψυχρές χώρες. Είναι φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, με φύλλα σε παράρριζο ρόδακα ή στήλη, ακέραια ή σπάνια οδοντωτά. Τα άνθη τους είναι άσπρα, ρόδινα, κόκκινα ή πορφυρά και συνήθως κίτρινα στο άνοιγματης στεφάνης. Ο καρπός τους είναι κάψα ωοειδής ή σφαιρική, συνήθως με λίγα σπέρματα. Πρόκειται για φυτά που ευδοκιμούν σε πετρώδεις ή βραχώδεις τόπους. Πολλαπλασιάζονται με σχίση ή με σπορά. Στην Ελλάδα το μόνο είδος που υπάρχει είναι το α. το τριχωτό.Το φυτό αυτό, που φυτρώνει και στις Άλπεις, στη χώρα μας συναντάται κυρίως στον Όλυμπο.
Dictionary of Greek. 2013.